αδελφή
[aðelˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Schwesterθηλυκό | Femininum, weiblich fαδελφήαδελφή
- (Kranken-)Schwesterθηλυκό | Femininum, weiblich fαδελφή νοσοκόμααδελφή νοσοκόμα
- Schwuleθηλυκό | Femininum, weiblich fαδελφή ομοφυλόφιλος οικείο | umgangssprachlichοικαδελφή ομοφυλόφιλος οικείο | umgangssprachlichοικ