αγωνιστικός
[aɣonistiˈkos], αγωνιστική, αγωνιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- kämpferischαγωνιστικόςαγωνιστικός
Beispiele
- αγωνιστικές καταδύσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplKunstspringenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-
-