„αγκυροβολώ“: αμετάβατο ρήμα αγκυροβολώ [aŋgjirovoˈlo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα; -ημένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) ankern, vor Anker gehen ankern, vor Anker gehen αγκυροβολώ αγκυροβολώ Beispiele είμαι αγκυροβολημένος vor Anker liegen είμαι αγκυροβολημένος