„αγκομαχώ“: αμετάβατο ρήμα αγκομαχώ [aŋgomaˈxo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) keuchen keuchen αγκομαχώ αγκομαχώ