αγιασμός
[ajazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Weiheθηλυκό | Femininum, weiblich fαγιασμός θρησκεία | Religionθρησκαγιασμός θρησκεία | Religionθρησκ
- Weihwasserουδέτερο | Neutrum, sächlich nαγιασμός νερόαγιασμός νερό