αγγαρεία
[aŋgaˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Zwangsarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαγγαρεία καταναγκαστική εργασίααγγαρεία καταναγκαστική εργασία
- Schuftereiθηλυκό | Femininum, weiblich fαγγαρεία δυσάρεστη δουλειάPlackereiθηλυκό | Femininum, weiblich fαγγαρεία δυσάρεστη δουλειάαγγαρεία δυσάρεστη δουλειά