„ένορκος“: επίθετο, ως επίθετο ένορκος [ˈenorkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ένορκη, ένορκο Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) vereidigt vereidigt ένορκος ένορκος „ένορκος“: αρσενικό και θηλυκό ένορκος [ˈenorkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Geschworene Geschworene(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f ένορκος ένορκος