„ένθερμος“ ένθερμος [ˈenθermos], ένθερμη, ένθερμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) eifrig, begeistert eifrig, begeistert ένθερμος ένθερμος