άφτιαχτος
[ˈaftjaxtos], άφτιαχτη, άφτιαχτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- nicht fertigάφτιαχτοςάφτιαχτος
- nicht repariertάφτιαχτος μη επιδιορθωμένοςάφτιαχτος μη επιδιορθωμένος
- unaufgeräumtάφτιαχτος σπίτι, δωμάτιοάφτιαχτος σπίτι, δωμάτιο
- ungepflegtάφτιαχτος απεριποίητοςάφτιαχτος απεριποίητος