άστρωτος
[ˈastrotos], άστρωτη, άστρωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ungemachtάστρωτος κρεβάτιάστρωτος κρεβάτι
- ungedecktάστρωτος τραπέζιάστρωτος τραπέζι
- ungepflastertάστρωτος δρόμοςάστρωτος δρόμος
- ungeregeltάστρωτος δουλειάάστρωτος δουλειά