άνοστος
[ˈanostos], άνοστη, άνοστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ανούσιος [aˈnusios], ανούσια, ανούσιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- geschmacklosάνοστοςάνοστος
- fad(e), schalάνοστος βαρετός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφάνοστος βαρετός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ