άκρος
[ˈakros], άκρα, άκροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- äußerste(r, s)άκροςάκρος
- extremάκρος πολιτική | Politikπολιτάκρος πολιτική | Politikπολιτ
Beispiele
- άκρα αριστεράθηλυκό | Femininum, weiblich fLinksextremismusαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- άκρα δεξιάθηλυκό | Femininum, weiblich fRechtsextremismusαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- άκρεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl μαλλιώνHaarspitzenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl