άβολος
[ˈavolos], άβολη, άβολοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- unbequem, ungemütlichάβολος καρέκλαάβολος καρέκλα
- unkomfortabelάβολος σπίτιάβολος σπίτι
- unhandlich, unpraktischάβολος συσκευή, εργαλείοάβολος συσκευή, εργαλείο
- unpassendάβολος ώραάβολος ώρα