ψήνω
[ˈpsino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- bratenψήνω στο τηγάνιψήνω στο τηγάνι
- (über)backenψήνω στο φούρνοψήνω στο φούρνο
- grillenψήνω στη σχάραψήνω στη σχάρα
- kochenψήνω καφέψήνω καφέ
- fertigmachenψήνω τυραννώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφψήνω τυραννώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- rumkriegenψήνω καταφέρνω, πείθω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφψήνω καταφέρνω, πείθω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ