„στόμα“: ουδέτερο στόμα [ˈstoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Mund, Maul Mundαρσενικό | Maskulinum, männlich m στόμα στόμα Maulουδέτερο | Neutrum, sächlich n στόμα ζώου στόμα ζώου Beispiele στο στόμα το έχω es liegt mir auf der Zunge στο στόμα το έχω κάτι αφήνει κάποιον με το στόμα ανοικτό οικείο | umgangssprachlichοικ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ etwas haut jemanden um κάτι αφήνει κάποιον με το στόμα ανοικτό οικείο | umgangssprachlichοικ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ