σπειροειδής
[spiroiˈðis], σπειροειδής, σπειροειδέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- spiralförmigσπειροειδήςσπειροειδής
Beispiele
- σπειροειδές νεφέλωμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n αστρονομία | AstronomieαστρονSpiralnebelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σπειροειδής φάκελοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mKlemmmappeθηλυκό | Femininum, weiblich f