„πρώτος“ πρώτος [ˈprotos], πρώτη, πρώτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) erste erste(r, s) πρώτος πρώτος Beispiele την πρώτη Αυγούστου am ersten August την πρώτη Αυγούστου πρώτης τάξεως erster Klasse πρώτης τάξεως για πρώτη φορά zum ersten Mal για πρώτη φορά με την πρώτη auf Anhieb με την πρώτη πρώτες βοήθειεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl erste Hilfeθηλυκό | Femininum, weiblich f πρώτες βοήθειεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl τις πρώτες πρωινές ώρες in den frühen Morgenstunden τις πρώτες πρωινές ώρες πρώτηθηλυκό | Femininum, weiblich f του μήνα Monatsersterαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρώτηθηλυκό | Femininum, weiblich f του μήνα πρώτη έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f Erstauflageθηλυκό | Femininum, weiblich f Erstausgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f πρώτη έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f πρώτη επίσκεψηθηλυκό | Femininum, weiblich f Antrittsbesuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρώτη επίσκεψηθηλυκό | Femininum, weiblich f πρώτη ημέραθηλυκό | Femininum, weiblich f σχολείου Schuleintrittαρσενικό | Maskulinum, männlich m Schulanfangαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρώτη ημέραθηλυκό | Femininum, weiblich f σχολείου πρώτη ποδοσφαιρική κατηγορίαθηλυκό | Femininum, weiblich f Bundesligaθηλυκό | Femininum, weiblich f πρώτη ποδοσφαιρική κατηγορίαθηλυκό | Femininum, weiblich f πρώτη προβολήθηλυκό | Femininum, weiblich f ταινίας Sneakpreviewθηλυκό | Femininum, weiblich f πρώτη προβολήθηλυκό | Femininum, weiblich f ταινίας πρώτη σελίδαθηλυκό | Femininum, weiblich f Titelseiteθηλυκό | Femininum, weiblich f πρώτη σελίδαθηλυκό | Femininum, weiblich f πρώτη ψήφοςθηλυκό | Femininum, weiblich f πολιτική | Politikπολιτ Erststimmeθηλυκό | Femininum, weiblich f πρώτη ψήφοςθηλυκό | Femininum, weiblich f πολιτική | Politikπολιτ πρώτο βήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vorstufeθηλυκό | Femininum, weiblich f πρώτο βήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n πρώτο θέμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n Titelgeschichteθηλυκό | Femininum, weiblich f Titelstoryθηλυκό | Femininum, weiblich f πρώτο θέμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n πρώτο κατάστρωμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ Oberdeckουδέτερο | Neutrum, sächlich n πρώτο κατάστρωμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ πρώτο κομμάτιουδέτερο | Neutrum, sächlich n Anschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρώτο κομμάτιουδέτερο | Neutrum, sächlich n πρώτο παιχνίδιουδέτερο | Neutrum, sächlich n αθλητισμός | Sportαθλ Hinspielουδέτερο | Neutrum, sächlich n πρώτο παιχνίδιουδέτερο | Neutrum, sächlich n αθλητισμός | Sportαθλ πρώτο πρόσωποουδέτερο | Neutrum, sächlich n λογοτεχνία | Literaturλογο Ichformθηλυκό | Femininum, weiblich f πρώτο πρόσωποουδέτερο | Neutrum, sächlich n λογοτεχνία | Literaturλογο πρώτος αριθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Primzahlθηλυκό | Femininum, weiblich f πρώτος αριθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρώτος λαχνόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Hauptgewinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρώτος λαχνόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen