προφυλακίζω
[profilaˈkjizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- in Untersuchungshaft nehmenπροφυλακίζω νομικός όρος | Rechtswesenνομπροφυλακίζω νομικός όρος | Rechtswesenνομ