Griechisch-Deutsch Übersetzung für "οικονομικός"

"οικονομικός" Deutsch Übersetzung

οικονομικός
[ikonomiˈkos], οικονομική, οικονομικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Übersicht aller Übersetzungen

(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)

  • wirtschaftlich, Wirtschafts-, ökonomisch
    οικονομικός που αφορά την οικονομία
    οικονομικός που αφορά την οικονομία
  • Geld-
    οικονομικός που αφορά το χρήμα
    οικονομικός που αφορά το χρήμα
  • finanziell
    οικονομικός
    οικονομικός
  • ökonomisch
    οικονομικός μετρημένης χρήσεως
    οικονομικός μετρημένης χρήσεως
  • sparsam
    οικονομικός που αφορά αποφυγή δαπανών
    οικονομικός που αφορά αποφυγή δαπανών
  • preiswert, preisgünstig
    οικονομικός φτηνός
    οικονομικός φτηνός
Beispiele
  • οικονομικά προβλήματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
    Geldsorgenπληθυντικός | Plural pl
    οικονομικά προβλήματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
  • οικονομικές δυσκολίεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
    Geldnotθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Geldschwierigkeitenπληθυντικός | Plural pl
    οικονομικές δυσκολίεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
  • οικονομικές επιστήμεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
    Ökonomieθηλυκό | Femininum, weiblich f
    οικονομικές επιστήμεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
  • Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen

Sagen Sie uns Ihre Meinung!

Wie gefällt Ihnen das Online Wörterbuch?

Vielen Dank für Ihre Bewertung!

Sie haben Feedback zu unseren Online Wörterbüchern?

Fehlt eine Übersetzung, ist Ihnen ein Fehler aufgefallen oder wollen Sie uns einfach mal loben? Füllen Sie bitte das Feedback-Formular aus. Die Angabe der E-Mail-Adresse ist optional und dient gemäß unserem Datenschutz nur zur Beantwortung Ihrer Anfrage.

Bitte bestätigen Sie, dass Sie ein Mensch sind, indem Sie ein Häkchen setzen.*

*Pflichtfeld

Bitte füllen Sie die gekennzeichneten Felder aus.

Vielen Dank für Ihr Feedback!

Besuchen Sie uns auf: