„ντουζ“: ουδέτερο ντουζ [duz]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Dusche Duscheθηλυκό | Femininum, weiblich f ντουζ ντουζ Beispiele κάνω ντουζ (sich) duschen κάνω ντουζ ντουζ με χειρολαβή Handbrauseθηλυκό | Femininum, weiblich f ντουζ με χειρολαβή