μικρογραφία
[mikroɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Miniaturθηλυκό | Femininum, weiblich fμικρογραφίαμικρογραφία
- Miniaturansichtθηλυκό | Femininum, weiblich fμικρογραφία ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υμικρογραφία ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ