κοινοβουλευτικός
[kjinovuleftiˈkos], κοινοβουλευτική, κοινοβουλευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- regierungsfähigκοινοβουλευτικός πλειοψηφίακοινοβουλευτικός πλειοψηφία
Beispiele
- κοινοβουλευτικές εκλογέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl ομόσπονδου κρατιδίουLandtagswahlθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κοινοβουλευτική επιτροπήθηλυκό | Femininum, weiblich fParlamentsausschussαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κοινοβουλευτική μοναρχίαθηλυκό | Femininum, weiblich fparlamentarische Monarchieθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen