„κακοποιώ“: μεταβατικό ρήμα κακοποιώ [kakopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) misshandeln misshandeln κακοποιώ κακοποιώ Beispiele κακοποιώ σεξουαλικά sexuell missbrauchen κακοποιώ σεξουαλικά