„κάμποσος“ κάμποσος [ˈkambosos], κάμποση, κάμποσοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) einige, mehrere, ziemlich ziemlich (viel) κάμποσος κάμποσος einige, mehrere κάμποσος πληθυντικός | Pluralpl κάμποσος πληθυντικός | Pluralpl Beispiele κάμποσες φορές einige κάμποσες φορές κάμποσες φορές mehrere Mal(e) κάμποσες φορές κάνω τον καμπόσο sich wichtigmachen κάνω τον καμπόσο