θεατρικός
[θeatriˈkos], θεατρική, θεατρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Theater-θεατρικόςθεατρικός
- theatralischθεατρικός επιδεικτικός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφθεατρικός επιδεικτικός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
Beispiele
- θεατρική εμπειρίαθηλυκό | Femininum, weiblich fBühnenerfahrungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- θεατρική παραγωγήθηλυκό | Femininum, weiblich fTheaterproduktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- θεατρική παράστασηθηλυκό | Femininum, weiblich fTheateraufführungθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen