„ηγούμαι“: αποθετικό ρήμα ηγούμαι [iˈɣume]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <ηγείσαι; ηγήθην; /κ. ηγήθηκα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) führen, anführen, leiten führen, anführen (+γενική | +Genitiv+gen /+αιτιατική | +Akkusativ +akk) (+γενική | +Genitiv+gen /+αιτιατική | +Akkusativ +akk) ηγούμαι leiten (+γενική | +Genitiv+gen /+αιτιατική | +Akkusativ +akk) (+γενική | +Genitiv+gen /+αιτιατική | +Akkusativ +akk) ηγούμαι ηγούμαι