„επάγγελμα“: ουδέτερο επάγγελμα [eˈpaŋgjelma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Beruf Berufαρσενικό | Maskulinum, männlich m επάγγελμα επάγγελμα Beispiele τι επάγγελμα κάνετε; was sind Sie von Beruf?, was machen Sie beruflich? τι επάγγελμα κάνετε; το επάγγελμά της είναι δασκάλα sie ist Lehrerin von Beruf το επάγγελμά της είναι δασκάλα εξ επάγγελματος berufsmäßig εξ επάγγελματος επάγγελμα περίθαλψης Pflegeberufαρσενικό | Maskulinum, männlich m επάγγελμα περίθαλψης Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen