εκπαιδευτικός
[ekpeðeftiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, εκπαιδευτική, εκπαιδευτικόÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Bildungs-εκπαιδευτικός σχετικός με την παιδείαεκπαιδευτικός σχετικός με την παιδεία
- erzieherischεκπαιδευτικός σχετικός με την ανατροφήεκπαιδευτικός σχετικός με την ανατροφή
Beispiele
- εκπαιδευτική αρχήθηλυκό | Femininum, weiblich fSchulbehördeθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- εκπαιδευτική εκδρομήθηλυκό | Femininum, weiblich fBildungsreiseθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen
εκπαιδευτικός
[ekpeðeftiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)