„ειδικά“: επίρρημα ειδικά [iðiˈka]επίρρημα | Adverb adv Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) speziell ιδίως, ιδιαίτερα | besondersιδ, speziell ειδικά ειδικά Beispiele γιατί ειδικά εγώ; warum gerade γιατί ειδικά εγώ; γιατί ειδικά εγώ; ausgerechnet ich? γιατί ειδικά εγώ;