„δύσκολα“: επίρρημα δύσκολα [ˈðiskola]επίρρημα | Adverb adv Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) schwer schwer δύσκολα δύσκολα Beispiele δύσκολα διαπαιδαγωγήσιμος schwer erziehbar δύσκολα διαπαιδαγωγήσιμος