Griechisch-Deutsch Übersetzung für "δύο"
"δύο" Deutsch Übersetzung
δύο χιλιάδες
δύο χιλιάδες
και οι δύο
alle beide
και οι δύο
πρόγραμμα σε δύο μέρη
Zweiteilerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
πρόγραμμα σε δύο μέρη
καθορισμός αναλογίας των δύο φύλων
Quotenregelungθηλυκό | Femininum, weiblich f
καθορισμός αναλογίας των δύο φύλων
δύο ειδών
δύο ειδών
πλειοψηφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f δύο τρίτων
Zweidrittelmehrheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
πλειοψηφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f δύο τρίτων
βιδώνω δύο μέρη
zwei Teile zusammenschrauben
βιδώνω δύο μέρη
σπίτι για δύο οικογένειες
Zweifamilienhausουδέτερο | Neutrum, sächlich n
σπίτι για δύο οικογένειες