„διαβάζω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα διαβάζω [ðjaˈvazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) lesen, vorlesen, ablesen, lernen lesen διαβάζω διαβάζω vorlesen διαβάζω για άλλον διαβάζω για άλλον ablesen διαβάζω μαντεύω διαβάζω μαντεύω lernen διαβάζω μελετώ διαβάζω μελετώ Beispiele διάβασες; hast du gelernt? διάβασες; πρέπει να διαβάσω ich muss lernen πρέπει να διαβάσω διαβάζω τον μετρητή den Zähler ablesen διαβάζω τον μετρητή