„βαρώ“: μεταβατικό ρήμα βαρώ [vaˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -εσα; -εμένος> οικείο | umgangssprachlichοικ Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) schlagen, läuten, zuknallen schlagen βαρώ κτυπώ βαρώ κτυπώ läuten βαρώ καμπάνα βαρώ καμπάνα zuknallen βαρώ πόρτα, τηλέφωνο βαρώ πόρτα, τηλέφωνο