αράζω
[aˈrazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- αράζω ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ
- lümmelnαράζω σε μια καρέκλα οικείο | umgangssprachlichοικαράζω σε μια καρέκλα οικείο | umgangssprachlichοικ