„αναβάθμιση“: θηλυκό αναβάθμιση [anaˈvaθmisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Upgrade Upgradeουδέτερο | Neutrum, sächlich n αναβάθμιση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ αναβάθμιση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ Beispiele εκτελώ αναβάθμιση σε upgraden εκτελώ αναβάθμιση σε