„άσπρο“: ουδέτερο άσπρο [ˈaspro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Weiß Weißουδέτερο | Neutrum, sächlich n άσπρο άσπρο Beispiele άσπρο λάχανοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Weißkohlαρσενικό | Maskulinum, männlich m άσπρο λάχανοουδέτερο | Neutrum, sächlich n άσπρο μοσχαρίσιο λουκάνικοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Weißwurstθηλυκό | Femininum, weiblich f άσπρο μοσχαρίσιο λουκάνικοουδέτερο | Neutrum, sächlich n