„winzig“: Adjektiv winzigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) μικρούλης, μικρούτσικος, μικρούλικος μικρούλης, μικρούτσικος, μικρούλικος winzig winzig