getrennt
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- (ξε)χωριστόςgetrenntgetrennt
- χωρισμένοςgetrennt Persongetrennt Person
- αποσυνδεδεμένοςgetrennt Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Verbindunggetrennt Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Verbindung