gepuffert
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- προσωρινά αποθηκευμένοςgepuffert Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTgepuffert Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT