„föhnen“: transitives Verb föhnentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) στεγνώνω με το σεσουάρ πιστολάκι στεγνώνω με το σεσουάρoder | ή od πιστολάκι föhnen föhnen