„downloaden“: transitives Verb downloadentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) εκτελώ λήψη, κατεβάζω εκτελώ λήψη downloaden Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT downloaden Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT κατεβάζω downloaden umgangssprachlich | οικείοumg downloaden umgangssprachlich | οικείοumg
„Downloaden“: Neutrum, sächlich DownloadenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) εκτέλεση λήψης, κατέβασμα εκτέλεσηFemininum, weiblich | θηλυκό f λήψης Downloaden Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Downloaden Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT κατέβασμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Downloaden umgangssprachlich | οικείοumg Downloaden umgangssprachlich | οικείοumg