„deren“: Relativpronomen | Femininum, weiblich derenRelativpronomen | αναφορική αντωνυμία rel prFemininum, weiblich | θηλυκό f <Genitiv | γενικήgenSingular | ενικός sg> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) της οποίας, των οποίων της οποίας deren deren των οποίων deren Genitiv | γενικήgenPlural | πληθυντικός pl deren Genitiv | γενικήgenPlural | πληθυντικός pl