„bebaut“: Adjektiv bebautAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) χαρακτηριζόμενος από οικοδομική ανάπτυξη χαρακτηριζόμενος από οικοδομική ανάπτυξη bebaut bebaut