Bagatelle
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ασήμαντο πράγμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBagatelleBagatelle
- ασημαντότητεςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fplBagatelle Plural | πληθυντικόςplBagatelle Plural | πληθυντικόςpl