„alkoholarm“: Adjektiv alkoholarmAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) χαμηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ χαμηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ alkoholarm alkoholarm