„περ(υ)σινός“ περσινός [per(i)siˈnos], περυσινή, περυσινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) letzten Jahres, vorigen Jahres letzten Jahres, vorigen Jahres περ(υ)σινός περ(υ)σινός
„πέρ(υ)σι“: επίρρημα πέρσι [ˈper(i)si]επίρρημα | Adverb adv Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) voriges Jahr, im Vorjahr voriges Jahr, im Vorjahr πέρ(υ)σι πέρ(υ)σι
„χρήστρια“: θηλυκό χρήστρια [ˈxristria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Benutzerin, Userin, Benutzerin, Anwenderin Benutzerinθηλυκό | Femininum, weiblich f χρήστρια χρήστρια Userinθηλυκό | Femininum, weiblich f χρήστρια ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ Benutzerinθηλυκό | Femininum, weiblich f χρήστρια ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ Anwenderinθηλυκό | Femininum, weiblich f χρήστρια ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ χρήστρια ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ Beispiele χρήστρια απαγορευμένων ουσιών αθλητισμός | Sportαθλ Dopingsünderinθηλυκό | Femininum, weiblich f χρήστρια απαγορευμένων ουσιών αθλητισμός | Sportαθλ χρήστρια Η/Υ PC-Benutzerinθηλυκό | Femininum, weiblich f χρήστρια Η/Υ
„ελαφρύς“ ελαφρύς [elaˈfris] <-ιά; -ύ> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Nebenstrecke Beispiele ελαφρύς σιδηρόδρομοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ Nebenstreckeθηλυκό | Femininum, weiblich f ελαφρύς σιδηρόδρομοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ
„χρήστης“: αρσενικό και θηλυκό χρήστης [ˈxristis]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Benutzer, User, Nutznießer, Benutzer, Anwender Benutzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m χρήστης χρήστης Userαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f χρήστης ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ Benutzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f χρήστης ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ Anwenderαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f χρήστης ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ χρήστης ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ Nutznießerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f χρήστης νομικός όρος | Rechtswesenνομ χρήστης νομικός όρος | Rechtswesenνομ Beispiele χρήστης Η/Υ PC-Benutzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f χρήστης Η/Υ χρήστης ηρωίνης Heroinabhängige(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f χρήστης ηρωίνης χρήστης Ίντερνετ Internetnutzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f Internetuserαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f χρήστης Ίντερνετ χρήστης ναρκωτικών Drogenkonsumentαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f χρήστης ναρκωτικών χρήστης σύνδεσης ISDN τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ ISDN-Teilnehmerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f χρήστης σύνδεσης ISDN τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen
„γυρεύω“: μεταβατικό ρήμα γυρεύω [jiˈrevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -ε(υ)μένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) suchen, verlangen suchen γυρεύω γυρεύω verlangen γυρεύω απαιτώ γυρεύω απαιτώ
„φυγαδεύω“: μεταβατικό ρήμα φυγαδεύω [fiɣaˈðevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -ε(υ)μένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) zur Flucht verhelfen zur Flucht verhelfen (κάποιον jemandem) φυγαδεύω φυγαδεύω
„ξοδεύω“: μεταβατικό ρήμα ξοδεύω [ksoˈðevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -ε(υ)μένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) ausgeben, verschwenden, verbrauchen, aufwenden, aufbrauchen ausgeben (σε, για für) ξοδεύω ξοδεύω verschwenden ξοδεύω σπαταλώ ξοδεύω σπαταλώ verbrauchen ξοδεύω αποθέματα ξοδεύω αποθέματα aufwenden ξοδεύω χρόνο ξοδεύω χρόνο aufbrauchen ξοδεύω δυνάμεις ξοδεύω δυνάμεις