„ύψωση“: θηλυκό ύψωση [ˈipsosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Anhebung, Hissen Anhebungθηλυκό | Femininum, weiblich f ύψωση τιμών ύψωση τιμών Hissenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ύψωση σημαίας ύψωση σημαίας