ύφεση
[ˈifesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Nachlassenουδέτερο | Neutrum, sächlich nύφεση μετριασμόςύφεση μετριασμός
- Entspannungθηλυκό | Femininum, weiblich fύφεση πολιτική | Politikπολιτύφεση πολιτική | Politikπολιτ
- Rezessionθηλυκό | Femininum, weiblich fύφεση οικονομία | Wirtschaftοικονύφεση οικονομία | Wirtschaftοικον