ψυχραίνω
[psiˈxreno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ανα; -άθηκα; -αμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- kühl(er) werden, erkaltenψυχραίνω γίνομαι ψυχρός, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφψυχραίνω γίνομαι ψυχρός, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- ψυχραίνω μειώνομαι αγάπη, πάθος, ενδιαφέρον μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ