„ψελλίζω“: αμετάβατο ρήμα ψελλίζω [pseˈlizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) stammeln, lallen stammeln ψελλίζω ψελλίζω lallen ψελλίζω μεθυσμένος, μωρό ψελλίζω μεθυσμένος, μωρό